- φορτράν
- το, Νάκλ. (πληροφ.) διαδεδομένη γλώσσα προγραμματισμού ψηφιακών υπολογιστών, χρησιμοποιούμενη κυρίως για την επίλυση επιστημονικών ή τεχνικών προβλημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής συντομογραφίας τής ξεν. φρ. formula translation].
Dictionary of Greek. 2013.